φωτίζω

φωτίζω
1. μετ.
1) освещать; озарять (тж. перен. ); бросать свет на...; светить, посветить (кому-л.); η ελπίδα φώτισε το πρόσωπο του надежда озарила его лицо; 2) просвещать (кого-л.); разъяснять (кому-л. что-л.); проливать свет на (что-л....); 2. αμετ. 1) светить(ся); 2) απρόσ. светать; θέλει δυό ώρες να φωτίσει осталось два часа до рассвета; § με φώτισες! ирон. хорошо ты объяснил, только ничего не понятно;

φωτίζομαι

1) прям. , перен. — светлеть; — озаряться;

2) церк, окреститься;
§ φωτισθήκαμε! ирон. он нас очень просветил, только яснее не стало

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φωτίζω" в других словарях:

  • φωτίζω — shine pres subj act 1st sg φωτίζω shine pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίζω — φωτίζω, φώτισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. φωτίζει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωτίζω — ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός] 1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.) 2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • φωτίζω — φώτισα, φωτίστηκα, φωτισμένος, μτβ. και αμτβ. 1. δίνω φως, φέγγω, λάμπω: Αυτό το φανάρι δε φωτίζει καλά. 2. μτφ., διαφωτίζω, δίνω εξηγήσεις, πληροφορώ, κάνω κάποιον ενήμερο: Θέλω να με φωτίσεις σ αυτότο θέμα. 3. έχω ισχυρή την όραση: Με όλα τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεφωτισμένα — φωτίζω shine perf part mp neut nom/voc/acc pl πεφωτισμένᾱ , φωτίζω shine perf part mp fem nom/voc/acc dual πεφωτισμένᾱ , φωτίζω shine perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίζεσθε — φωτίζω shine pres imperat mp 2nd pl φωτίζω shine pres ind mp 2nd pl φωτίζω shine imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίζῃ — φωτίζω shine pres subj mp 2nd sg φωτίζω shine pres ind mp 2nd sg φωτίζω shine pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίσουσι — φωτίζω shine aor subj act 3rd pl (epic) φωτίζω shine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φωτίζω shine fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίσουσιν — φωτίζω shine aor subj act 3rd pl (epic) φωτίζω shine fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) φωτίζω shine fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωτίσω — φωτίζω shine aor subj act 1st sg φωτίζω shine fut ind act 1st sg φωτίζω shine aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφωτισμέναι — φωτίζω shine perf part mp fem nom/voc pl πεφωτισμένᾱͅ , φωτίζω shine perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»